Η πίστη του Μακρυγιάννη
Από μικρός ο Μακρυγιάννης φαίνεται πως έζησε σε ένα εκκλησιαστικό περιβάλλον. Σε όλες τις σημαντικές στιγμές της ζωής του, επικαλείται τον Θεό και προσεύχεται. Ευρισκόμενος στην Πάτρα και καταζητούμενος, αναγκάζεται να φύγει από το ρωσικό προξενείο, όπου είχε καταφύγει: «Ίσασα της πιστόλες μου, το γιαταγάνι μου, έκαμα την προσευκή μου»…
Όταν αργότερα θα γλυτώσει από κάποια χαμένη μάχη κουτσαίνοντας , και θα βρει τροφή από κάποιον περαστικό, θα αποδώσει και τα δύο γεγονότα στην πρόνοια του Θεού. Μόλις, μάλιστα έμαθε πως σώθηκε και ο Γκούρας: «Τότε δοξάσαμεν τον Θεόν και κάμαμε τα μεγαλύτερα γλέντια και τραγούδια".
Σε άλλη περίπτωση πριν τη μάχη φέρνει παπά, λειτουργάνε και κοινωνούν όλοι.
Ακόμη πιο έντονα φαίνεται η πίστη του από το γεγονός ότι ζητά από τον Θεό να συγχωρέςη και όσους έβλαψαν τον Αγώνα, στοιχίζοντας τα του Θεού υψηλότερα από τα του Καίσαρος.
Στα 1844 πήγε και προσκύνησε την Μεγαλόχαρη στην Τήνο
Αλλά και αργότερα ο Μακρυγιάννης συνεχίζει την συνεπή λατρευτική και μυστηριακή ζωή του: «Έρχεται ο σεβάσμιος αγαθός δεσπότης Μπουντουνίτζας- έρχεται πάντοτες· με ξεμολογάει εμένα και την οικογένειάν μου».
Αλλά και όταν τον απέκλεισαν στο σπίτι του κατά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, πρώτα στην άνωθεν βοήθεια προσέφυγε και προσευχόμενος έλαβε «φώτισιν και θάρρος».
Στα γραπτά και στην πολιτική πρακτική του Μακρυγιάννη υπάρχει ένα κεντρικό ζητούμενο, που σχετίζεται με την πίστη του:
Η έννοια του δικαίου και του κοινού καλού
Η έννοια αυτή είναι τόσο κεντρική στη σκέψη του Μακρυγιάννη, ώστε την προβάλει ακόμη και στους Τούρκους. Παρουσίαζει έναν ξάδελφο του Αλή παςά να μιλά για τους Έλληνες και να λέει: «Νάχουν αυτείνοι δικαιοσύνη, να πάρη τέλος να ησυχάσουμε και εμείς οι Τούρκοι, ότι πλέον μας έγινε χαράμι από τον Θεόν το βασίλειόν μας, ότι φύγαμε από την δικαιοσύνη του".
Για τον εαυτό του δε γράφει τα εξής:
«Πήγα εγώ εις την Αγία Ειρήνη, ήταν ο λαός συνασμένος, γιομάτα όλα τα σοκάκια. Τους λέγω, «Τι με θέλετε, αδελφοί;» - Να λάβης πολίτες εις το χέρι σου από μας και να σταθείς εδώ εις την εκκλησίαν δια την ασφάλειαν μας». Τους έβαλα κι΄ εγώ μίαν μικρή ομιλίαν, τους είπα πολλά, ότι. «Η αρετή κι΄ ο πατριωτισμός και η φρονιμάδα κάνουν την πατρίδα να υπάρξη και να ευτυχήση. Η κακία και η ΄διοτέλεια χάνουν την πατρίδα, και την χάνουν και ζημιώνονται όσοι μένουν ζωντανοί. Το λοιπόν φωνάζετε εμένα να σταθώ εις την ευταξίαν σας; Αν έχετε αρετή κι ομόνοια, θα ευλογήση ο Θεός τα έργα σας και θα σας φωτίση εις το καλό και θα σας σώση, αυτός οπού σας έσωσε από την τυραγνία των Τούρκων, αυτός οπού σας ανάστησε και κάμετε την τρίτη Σεπτεμβρίου, κι επιστάτησε μόνος του τόσους μήνες και δεν μάτωσε μύτη σε όλο το Κράτος. Παρακαλέστε τον Θεόν και τώρα να κάμη το έλεός του σ΄εμάς τους αμαρτωλούς και να φέρει και τώρα την ευλογίαν του. Εγώ ένα μπαστούνι έχω εις το χέρι μου - αν η αφεντιά σας δεν έχετε αρετή κι΄ομόνοιαν, τι να σας κάμω εγώ;». Μου λένε γενικώς με μίαν φωνή. «Ότι μας ειπής εσύ θ΄ακολουθήσωμεν - Κι εγώ αν σας απατήσω, ας δώσω λόγον εις τον Θεόν. Εγώ δεν γνωρίζω φατρίες και να με θεωρή άλλος φίλο του κι άλλος οχτρό. Γενικώς όλους σας σας θεωρώ αδελφούς, ότι με διορίζετε όλοι και πρέπει να μην είμαι αναντίος κανενού. Και να δίνετε τους ψήφους σας ελεύτερους, όθεν θελήση κάθε ένας. Εμένα (καθώς είχα μιλήσει) μη μου δίνετε».
Οι όροι ιδιοτέλεια και κακία στον λόγο του Μακρυγιάννη χάνουν κάθε ηθικιστικό περιεχόμενο και αποκτούν την αρχέγονη πολιτική σημασία τους, ως φορείς διάσπασης και διάλυσης των κοινωνιών.
Μάλιστα ο στρατηγός τονίζει το αδιέξοδο της ιδιοτέλειας και της κακίας, οι οποίες δεν δύνανται να καταστήσουν ευτυχή, αυτόν που τις εφαρμόζει. Το συμφερόν του καθενός έγκειται στο συμφέρον του συνόλου, ακόμη και αν δημιουργείται ενίοτε η ψευδαίσθηση πως η αδικία μπορεί να επιφέρει προσωπικό όφελος. Λέει στον Γκούρα: «Τώρα βάνουν εσένα να σκοτώςης τον Δυσσέα· αύριον θα βάλουν εμένα, σκοτώνω εσένα. Και να το καρτερής».
Για να καταστή όμως εφικτή η επιδίωξη του κοινού καλού, απαιτείται μία σειρά από πολιτικές αρετές, όπως αυτή της συγχώρεσης.
Η συγχώρεση
Την θεωρούσε ύψιστη κοινωνική επιταγή, αλλά και ενδόμυχη εσωτερική ανάγκη για τον ίδιο. Εξάρει όσα παραδείγματά της συναντά:
Αφού σημειώνει πως ο Γώγος Μπακόλας είχε σκοτώσει τον πατέρα του Νότη Μπότσαρη, βάζει τον τελευταίο να λέει στον πρώτο κατά τον κοινό αγώνα: «Ο,τι είχε γίνη τότε και σκότωσες τον άνθρωπό μας, σ’ έβαλε ο τύραγνος. Αυτά τώρα αλησμονήθηκαν και εις το εξής είμαστε φίλοι και αδελφοί. Και να τηράξωμεν το έργον τούτο. Και φιλιώθηκαν».
Αλλά και ο ίδιος, όταν έχει τη δυνατότητα να βλάψει τον εχθρό του, προτιμά να τον συγχωρέσει. Σε κάποιον Παπαδόπουλο, που τον είχε κατατρέξει παλιότερα στην Άρτα, όταν τον συνέλαβε του είπε:
«Ο,τι θέλησες εσύ να κάμης σ εμένα με την βοήθεια των Τούρκων, με γλύτωσε ο Θεός· σ’ έχω τώρα εις το χέρι να σ’ αφανίσω μ’ όλη σου τη φαμελιάν. Δεν σου το κάνω».
Αλλά και αργότερα κατά τον εμφύλιο, που τα πνεύματα ήταν ιδιαίτερα οξυμένα γράφει για τον Νικηταρά:
«Μου παραγγέλνει ο Νικήτας (ότι φύλαγα εις το κεφαλόβρυσον, εις τους Μύλους), μου παραγγέλνει ότι θαρθή και θα με πάγη κυνηγώντας ως την Ρούμελη κι όπου θα με πιάςη, θα σκίςη τα νεύρα των ποδαριών μου να με κρεμάςη ανάποδα. Εγώ του είπα να κοπιάςη· κι αν τον πιάσω εγώ, δε θα του κάμω αυτά· θα φάμε και θα πιούμε μαζί, ότ’ είναι αγαθός αγωνιστής και πατριώτης.[…] Τους ριχτήκαμε απάνου τους και τους τζακίσαμε και τους πήγαμε κυνηγώντας ως κοντά εις το Μέρμπακα· κοντέψαμε να φάμε το βράδυ ψωμί με τον αδελφόν μου Νικήτα· από τρίχα γλύτωσε».
Εδώ έγκειται το μεγαλείο του Ελληνικού πολιτισμού, σε αυτή την αδυσώπητη συγχωρητικότητα, η οποία είναι έτοιμη πάντα να προσφέρει η και ακόμη να προσφερθεί.
Κριτική στους προσκυνημένους
Παρότι ο Μακρυγιάννης είναι ιδιαίτερα συγχωρητικός, σε αυτόν που τον βλάπτει προσωπικά, είναι αμείλικτος με όσους βλάπτουν την πατρίδα. Θεωρεί, όπως και σύνολη η πολιτική παράδοση του Ελληνισμού μαζί του, πως οι αναλαμβάνοντες την εξουσία έχουν ευθύνη και δεν τους συγχωρείται καμία αδικία. Δεν διστάζει να τους επικρίνει ακόμη και αν είναι άνθρωποι με τους οποίους διατηρεί καλές σχέσεις, όπως ο Κωλέττης, για τον οποίο παραθέτει μαρτυρία του Τάτση Μαγγίνα, πως είχε στείλει γράμμα στον Κιουταχή για να γυρίσει με το μέρος του. Και συμπληρώνει: «Παιδιά των Τούρκων έχομεν οπού μας κυβερνούν, και δυστυχία και της πατρίδος και εμάς. Κι άλλοι είναι παιδιά των Τούρκων, άλλοι παιδιά αλλουνών χερότερων από τους Τούρκους. Η πατρίς η δυστυχής κυβέρνησιν δεν είδε με τα μάτια της, ούτε θα ιδή. Κι ο Θεός να βγάλη εμέναν ψεύτη κι άδικον κι αυτούς πατριώτες κι αληθινούς».
Κάνει λοιπόν σαφή διάκριση ανάμεσα στην προσωπική αδικία και στην αδικία προς το σύνολο, την πατρίδα.
Παρατηρεί μάλιστα πως το φαινόμενο της αδικίας είναι διαχρονικό στην ιστορία του Ελληνισμού. «Ότι αυτό είναι πατρογονικόν· όποιος δουλεύει πατριωτικώς αυτό το βραβείον έχει. Και οι Αθηναίγοι του Θεμιστοκλή αυτείνη την ανταμοιβή τόκαμαν κι αλλουνών πολλών. Όχι όμως όταν ήταν η πατρίς σε κίντυνον· όταν ησύχαζε». Παράλληλα όμως με την ασχήμια, την αδικία, την προδοσία, παραθέτει τον ηρωισμό και τη θυσία: «Σ την θέσιν οπού επέθανες εσύ, Λεωνίδα, με τους τρακόσιους σου, πέθαναν κι αυτείνοι δια την θρησκεία και πατρίδα (Και ήταν τυχεροί οπού πέθαναν ενδόξως και γλύτωσαν από τον πατριωτισμόν του Κωλέτη, του Μαυροκορδάτου, του Μεταξά κι αλλουνών τέτοιων πατριώτων)».
Η πεμπτουσία όμως του κοινού καλού, του συμφέροντος για την Ελλάδα είναι κατά Μακρυγιάννη η ελευθερία.
Οι Έλληνες και η Ελευθερία
Στη σκέψη του οι έννοιες Ελλάδα και Ελευθερία είναι ταυτισμένες. Ο Έλληνας ζει μόνο ελεύθερος, παρότι η ελευθερία του είναι ένα διαρκές αγώνισμα και κατακτάται με θυσίες. Παροιμιώδης έχει μείνει η απάντηση που έδωσε στον Γάλλο ναύαρχο Δεριγνύ, όταν αυτός παρατήρησε πως οι δυνάμεις του Μακρυγιάννη δεν επαρκούσαν για να αντιμετωπιστεί ο Ιμπραήμ:
«Κι αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριώμαστε μ’ έναν τρόπον, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε· τρώνε από μας και μένει και μαγιά». Για να συμπληρώσει λίγο αργότερα:
«Εμείς απ’ ούλα είμαστε αδύνατοι· όμως ο Θεός φυλάγει και τους αδυνάτους».
Η ελευθερία βέβαια οφείλεται στη γενναιοψυχία και πηγάζει από αυτήν. «Το δ’ ελεύθερον, το εύψυχον» κατά τον αρχαίο πρόγονο Θουκυδίδη, με τον οποίο πέρα από αυτή την θέση ο Μακρυγιάννης μοιράζεται την κοινή ιδιότητα του πολεμιστή και συγγραφέα. «Αφού ήρθαν πολλά πλησίον οι Τούρκοι εις τα ταμπούρια μας, δεν μπορούσα να βαστήξω τους αθάνατους Έλληνες· έγιναν όλοι λιοντάρια- εγώ ήμουν ο χερότερος».
Αυτά κατά την Επανάσταση. Κατόπιν ο μεγαλύτερο κίνδυνος για την ελευθερία της Ελλάδος προέρχεται από τους Δυτικούς.
Ξενοκρατία
Η επέμβαση των ξένων δυνάμεων στην Ελλάδα, τόσο με την επιβολή του Όθωνα, όσο και με την παρουσία τους στο ελληνικό κράτος στα πρώτα τριάντα χρόνια της ύπαρξής του, αποτελεί για τον Μακρυγιάννη σκλαβιά χειρότερη από αυτή των Τούρκων. Κατανοεί άμεσα, πως η επιρροή τους είναι βαθύτερη από αυτή των Οθωμανών και πως δύναται να καταστή απειλητική για την ίδια την ύπαρξη και ιδιοσυστασία του Ελληνισμού. Οι Τούρκοι, λόγω της μεγάλης πολιτισμικής και θρησκευτικής διαφοράς δεν μπορούσαν να αλλοτριώσουν τον Ελληνισμό, ο οποίος διατηρήθηκε μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με τους Ευρωπαίους όμως διαβλέπει πως το κακό θα είναι μεγαλύτερο και βαθύτερο.
Μάλιστα έδωσε και εικαστική έκφραση στην πεποίθησή του πως ο Έλληνας είναι ιδιαίτερος, ανάδελφος κατά την φράση του Χ. Σαρτζετάκη, και δεν μπορεί να ομοιωθεί με τον Ευρωπαίο. Μαρτυρά ο ίδιος πως στο περιβόλι του είχε φτιάξει ένα μωσαϊκό, στο οποίο εικονιζόταν ένας χορός και στο μέσο ένας Έλληνας και ένας Ευρωπαίος. «Ο φραγκοφορεμένος θέλει τον δικό του χορό, ο Έλληνας τον δικό του και θα μαλλώσουνε ογλήγορα, ότι δεν μπορεί να μάθη ένας του άλλου το χορό».
Οι παρεμβάσεις βέβαια των Ευρωπαίων για να ευδοκιμήσουν πρέπει να βρουν και Έλληνες έτοιμους να τις δεχτούν. «Από αυτά όλα η πατρίδα κλονίζεται, από της οδηγίες της πατρικές των Πρέσβεων και δικώ μας ξενολάτρων».
Γράφει συγκεκριμένα: «Ποίον βάρβαρον έθνος έκαμε όσα κάνει το Γαλλικόν έθνος σ’ εμάς τους Έλληνες;» Και συνεχίζει: «Αφού ο Θεός τους λυπήθη και θέλει να τους αναστήςη, οι άνθρωποι τους καταπολεμούν να τους φάνε, να τους χάσουνε, να τους σβύσουνε να μην ξαναειπωθούν Έλληνες. Και τι σας έκαμεν αυτό τ’ όνομα των Ελλήνων εσάς των γενναίων αντρών της Ευρώπης, εσάς των προκομμένων, εσάς των πλούσιων;» Αλλού πάλι γράφει για τους Ευρωπαίους και το ρόλο τους στην Επανάσταση και την Ανεξαρτησία: «Οι ανθρωποφάγοι φτόνησαν αυτό και μας έσπειραν την αρετή τους, διχόνοια, φατρία, κατασκοπεία, της ακαθαρσίες της δικές τους, κ’ έφκειασαν την πατρίδα μας παλιόψαθα».
Μάλιστα μένει τόσο ακραιφνώς Έλληνας, ώστε όταν του προτάθηκε να γίνει υποδιοικητής της χωροφυλακής, μία θέση περιζήτητη για τους άνεργους και περιθωριοποιημένους αγωνιστές, αρνήθηκε λόγω του ήθους του διοικητή και του γεγονότος πως έπρεπε να βγάλει τη φουστανέλα και να φορέσει στολή φράγκικη.
Διαβλέπει μάλιστα πως το σχέδιο αλλοτρίωσης του Ελληνισμού περνά για τους Ευρωπαίους μέσα από την προώθηση της απιστίας των Ελλήνων, που με κάθε μέσο προώθησαν οι Βαυαροί. «Εις τον καιρόν της Τουρκιάς μίαν πέτρα δεν πείραξαν από τα παλιοκκλήσια· κι αυτείνοι οι απατεώνες σύνδεσαν τα συνφέροντά τους με τους μολεμένους […] και μας χάλασαν τα μοναστήρια και της εκκλησιές μας- μαγαρίζουν μέσα κι άλλες έγιναν αχούρια».
Φαίνεται να έχει κατανοήσει πλήρως την ευρωπαϊκή απέχθεια για την ορθοδοξία: «Μάθαινα από ανθρώπους τίμιους ότι η κατήχηση των ξένων αναντίον της θρησκείας μας προοδεύει. Τότε κάπνισαν τα μάτια μου». Όμως, το σχέδιο για να πληγεί το λαϊκό θρησκευτικό αίσθημα ήταν καλά οργανωμένο: «Γνωρίζομεν της ενέργειες της μυστικές των ξένων οπού εργάζονται δια την θρησκεία μας – θρησκείαν δεν αλλάζομεν εμείς, ούτε την πουλούμεν»! Σε κάθε περίπτωση πάντως ο ίδιος δηλώνει την απόφασή του να αγωνιστεί κατά της αλλοτρίωσης και του εκδυτικισμού: «Όταν μου πειράζουν την πατρίδα μου και θρησκεία μου, θα μιλήσω, θα νεργήσω κι ο,τι θέλουν ας μου κάμουν».
Ο Μακρυγιάννης στο τέλος των Απομνημονευμάτων του μας εξηγεί και το λόγο που τον παρακίνησε στη συγγραφή τους και που δεν είναι άλλος βέβαια από το κοινό καλό.
«Αδελφοί αναγνώστες, ούτε δόξες θέλω, ούτε της ζητώ- ούτε μου δίνουν. Και δια κείνο τραβήχτηκα και σκαλίζω τον κήπο μου όταν είμαι γερός, ειδέ φυλάγω το στρώμα μου. Του αναθέματος να είμαι αν έχω διοτέλεια δια όσους μιλώ εδώ μέσα. Η πατρίδα, η θρησκεία, η ηθική εις την κοινωνία είναι το πλέον αγαπημένον εις τον άνθρωπον τον τίμιον. Εις αυτείνη την κοινωνία θα ζήσω κ’ εγώ και τα παιδιά μου και δεν μου μένει ελπίδα και φωνάζω. Και δι’ αυτό γράφω απαλέκητα γράμματα, όχι όμως να λείπη από αυτά η αλήθεια».
Ο ίδιος δεν γράφει για να προβάλει τον εαυτό του, αλλά «όχι να πορνεύουν την αρετή και να καταπατούν τον νόμον και νάχουν την επιρροή για ικανότη. Εγώ τάγραψα αυτά όλα κι όποιος απ’ όσους μιλώ προσωπικώς στοχάζεται ότι τον αδικώ και είναι κακία μου κι όχι αλήθεια, έχει το ελεύτερον να γράψη κι αναντίον μου ο,τι λάθη έκαμα εις τον αγώνα της πατρίδος· όχι όμως παθητικώς, αλλά συντροφεμένος με την αλήθεια, με την παρατήρησιν.[…] Κ’ εγώ έκαμα λάθη και κάνω· άνθρωπος είμαι. Και πρέπει να γράφωνται και τα καλά μας και τα κακά μας».
Μάλιστα η αυτοκριτική του προχωρεί περισσότερο, όταν εξηγεί τα κίνητρα για τον έλεγχο των πολιτικών προσώπων στον οποίο προβαίνει: «Τον Μεταξά τον έχω και κουμπάρο και σύντροφο σε μίαν μεταβολή, τον Κωλέτη κουμπάρο, το Μαυροκορδάτο το ίδιον –στενός φίλος από εξαρχής μ’ όλους. Δεν τους τα γράφω αυτά ως οχτρός. Εκείνα οπού έπραξαν γράφω.[…] Μπορώ ως άνθρωπος, κι αγράμματος κι απλός, νάκαμα περισσότερα, και δεν το αιστάνομαι η δεν μπορώ να δικάσω του λόγου μου μόνος μου. Κάθε άνθρωπος εις τον εαυτό του κάνει τον συνήγορον, αλλά άλλες παρατήρησες θα κάμη η κατηγορία».
Ως πραγματικός Έλληνας πάντα θέτει τον εαυτό του κάτω από τους άλλους η καλύτερα τον υποτάσσει στο σύνολο και το κοινό καλό: «Κι αφού ο Θεός θέλησε να κάμη νεκρανάστασιν εις την πατρίδα μου, να την λευτερώςη από την τυραγνίαν των Τούρκων, αξίωσε κ’ εμένα να δουλέψω κατά δύναμη λιγώτερον από τον χειρώτερον πατριώτη μου Έλληνα. […] Ένα πράγμα μόνον με παρακίνησε κ’ εμένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι· όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσωμεν εδώ. […] Είμαστε εις το εμείς κι όχι εις το εγώ».
Στις μέρες μας, αυτή η τελευταία φράση, νομίζω, αποτελεί την πλέον επίκαιρη παρακαταθήκη, το σπουδαιότερο κληροδότημα του Μακρυγιάννη στον Ελληνισμό.
Το οραμάπολις είναι ένα ιστολόγιο για την παιδεία και την πολιτική, πέρα και έξω από το ρουσφέτι, την διαπλοκή, το βόλεμα και την διαφθορά. Για όσους σκέφτονται και επιθυμούν μία Ελλάδα αξιοκρατίας και οράματος. Μία πόλι, πολιτεία δηλαδή, με στόχο το κοινό συμφέρον και γνώμονα το δίκαιο. Μία πόλη-όραμα ανέφικτη στην πληρότητά της λόγω των ανθρωπίνων αδυναμιών, αλλά απολύτως απαραίτητη ως ζητούμενο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου