Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2009

Η μπαλάντα των Στοΐκοβιτς

Το ποίημα που ακολουθεί γράφτηκε για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από το σέρβο ποιητή Λιούμπομιρ Σίμοβιτς και αναφέρεται στις σφαγές αμάχων Σέρβων από τους Γερμανούς. Ταιριάζει όμως απόλυτα και στη σημερινή εβραϊκή θηριωδία!



Χτυπά ο βασανιστής, μα το Θεό χτυπά με άχτι

σχίζεται το πετσί μας, πετάγονται θρύμματα απ' τη σάρκα μας,

χτυπάει ώρα μία, χτυπάει δυό και τρεις,

πού βρήκε τόσα ρόπαλα και τόση οργή;

Χτυπά στα γεμάτα, χτυπά μ' όλο του το είναι,

το πρόσωπό του απ' τον κόπο παραμορφώνεται,

χάνει την ανάσα του, κοντοστέκεται, άλλο δεν αντέχει,

και πέφτει πεθαμένος απ' την κούραση,

κι εμείς ζωντανοί.



Μας στήνουν δεμένους στον τοίχο,

μας πυροβολούν, το κρανίο μας γίνεται κομμάτια,

σπάνε κνήμες, αγκώνες, κόκκαλα,

βάρυνε απ΄ το μολύβι το σώμα μας.

Ήρθε και το βράδυ. Κουράστηκαν οι εκτελεστές.

Μας λύνουν, βρίζουν τον Θεό μας και τη μάνα μας.

Απ΄ την εκτέλεση επιστρέφουμε σπίτι σαν απ' τη δουλειά,

κι ενώ στην κουζίνα ζεσταίνεται το δείπνο,

οι γυναίκες μπαλώνουν τις τρύπες στα ρούχα μας.



Μετά το δείπνο επιθεωρώ το σπιτικό μου:

διορθώνω τη σκεπή, στηλώνω το φράχτη,

μαζεύω τη βροχή στους κάδους και τα καζάνια.

Έρχεται κι ώρα για ύπνο. Πριν αποκοιμηθώ

λέω στη γυναίκα μου: θα με κρεμάσουν στις πέντε,

φρόντισε να με ξυπνήσεις λίγο πιο νωρίς.



Το πρωί οι κρεμάλες, κατακαίνουργιες, στέρεες,

τα σχοινιά γερά, οι δήμιοι ντυμένοι,

-μα το Θεό, όλα είναι άμεμπτα.

Μας κρεμούν γρήγορα, επιδέξια και εύκολα.

Μένουμε μετέωροι κρεμασμένοι μέχρι να σκοτεινιάσει,

είναι ώρα για δείπνο, μας κατεβάζουν, μα εμείς ζωντανοί,

όλοι μας χτυπούν και μας βρίζουν, αλλά ας είναι.



Την επομένη με το ξημέρωμα κουβαλούν κλαδιά και ξύλα,

τα στοιβάζουν στο στύλο, μας δένουν σ' αυτόν γυμνούς,

πλησιάζουν το σπίρτο, ανάβουν φωτιά,

κι έτσι καίει, καίει ολόκληρη βδομάδα,

η πόλη γίνεται όλη γκρίζα από τη στάχτη.

Κι όταν τα πάντα έχουν καεί,

εμείς προβάλλουμε μέσα απ' τους καπνούς,

η βασίλισσα πέφτει λιπόθυμη, ενώ ο βασιλιάς

τρίβει τα μάτια του και μας κοιτάζει κατάπληκτος:

Ανάθεμα τον ήλιο σας, ακόμη ζωντανοί!



Μας σέρνουν στις ουρές των αλόγων, μας δένουν στον τροχό,

μας κόβουν τα κεφάλια, τα χέρια, τα πόδια - φρικιαστικό!

Εκτελεσμένους μας κρεμούν, σφαγμένους μας πνίγουν,

δεν ξέρουμε γιατί, αλλά αυτό δεν έχει σημασία.



Οι δικαστές έχουν από όλα αυτά αποκάμει!

Αλλάζουν τους εκτελεστές, απολύουν τους στρατιώτες,

τους δημίους κρεμάνε -δήθεν αυτοί φταίνε.



Και μας ρίχνονται πάλι: πότε με κεφαλοθραύστες, πότε με κανόνια,

μια μας κρεμάνε, μια μας κομματιάζουν κι άλλοτε μας σφάζουν!

Κι εμείς ζωντανοί.



Κάτι εδώ δεν πάει καλά, ψιθυρίζει ο κόσμος,

κάποιος προστατεύει τους δικαστές από την αμαρτία!



Όμως κι εμάς κάποτε μας πιάνει μια αγωνία πριν αποκοιμηθούμε:

δεν είμαστε δα κι αθάνατοι, πόσο θα κρατήσει αυτό,

θα 'ρθει κάποτε και για μας το τέλος,

δεν θα αντέξουμε,

και θα πεθάνουμε

απ' τα γέλια.



(Στοΐκοβιτς=αλύγιστοι)



Μετάφραση: Νίκη και Ισμήνη Ραντούλοβιτς

Δεν υπάρχουν σχόλια :