Του Αντώνη Λαμπίδη
«Ένα και δυό: τη μοίρα μας δεν θα την πει κανένας.
Ένα και δυό: τη μοίρα του ήλιου θα την πούμε εμείς.»
«Ήλιος
ο πρώτος», Οδυσσέας Ελύτης
Διαβάζοντας
το πεζογράφημα «Τα ίχνη της πυρκαγιάς» του Γιώργου Ιωάννου, αυτού του σεμνού
στοχαστή που έφυγε τόσο πρόωρα από κοντά μας, η ματιά μου καρφώθηκε σε μια
φράση:
«Είμαστε λίγοι και μας έχουν ζώσει
!» Ήταν η φωνή ενός ιεροκήρυκα και
το στηθοκόπημα που έκαμνε μια Κυριακή πάνω στον άμβωνα της Αχειροποιήτου. «Είμαστε λίγοι και μας έχουν ζώσει!»,
κραύγαζε κατακόκκινος. Τι πράγμα είμαστε αυτοί οι λίγοι και ποιοί μας έχουν
ζώσει, δεν διευκρίνιζε. Το ΄λεγε όμως και το ξανάλεγε με τέτοιο πάθος, ώστε ο
κατάμεστος ναός πήρε σε λίγο να συγκλονίζεται... συνεχίζει χωρίς να δίνει απάντηση ο συγγραφέας1.
Τέλειωσα
την ανάγνωση του πεζογραφήματος, μα η σκέψη μου δεν έλεγε να διώξει αυτή τη
φράση. Την επαναλάμβανα φωναχτά, μέχρι που αναρωτήθηκαν οι δικοί μου αν στέκω
καλά.
«Ο
καϋμός της ρωμιοσύνης, κραυγή του Γένους, συνεχίζει να αντηχεί μέσα στην
ιστορία –προστίθενται και άλλοι καταποντισμοί μέσα στη ζωή της φυλής. Τώρα όμως
ο μεταπρατικός κόσμος θα βρίσκεται σε άμυνα – ο νέος βάρβαρος θα έχει
επενεργήσει στο σύστημα –παγκόσμια λαβίδα η αγκαλιά του θα τον συνθλίβει. Η
πάλη άλλωστε ακόμα διαρκεί, ο αντίπαλος σηκώνεται, πέφτει, δεν το βάζει κάτω
εύκολα. Πολλοί συντριμένοι δεν θα αντέξουν στην διαρκή εγρήγορση –θα ζητήσουν
έτσι καταφύγιο πάλι στη ζεστή ορθοδοξία, την παντοτεινή αυτή μήτρα στους
κόλπους της πόλης (της Θεσσαλονίκης). Άλλοι ενδίδουν στο σύστημα, γίνονται οι
πράοι απολογητές του ανταγωνιζόμενοι μόνο τους βλοσυρούς συνηγόρους τους. Ο
λαός όμως που οίδε, σώμα του ζωντανού Θεού, εμμένει, αφουγκράζεται το
χτυποκάρδι των εποχών. Αυτός, όπως είπε ο ποιητής, «κρατά μέσα στις γροθιές του
τους κινητήριους ιμάντες της οικουμένης...».
Δεν
θα ησύχαζα, αν δεν αναζητούσα την απάντηση. Άνοιξα πολλά βιβλία. Στάθηκα με
πολλή περίσκεψη στη μελέτη «Θεσσαλονίκη, τομή της μεταπρατικής πόλης», του
Κωστή Μοσκώφ2. Οι φράσεις που παρέθεσα από τον Επίλογο αυτού του
βιβλίου άρχισαν να ξεδιαλύνουν το αίνιγμα.
Από
τα μέσα του 19ου αιώνα ξεκινά σταδιακά στον μαρτυρικό τόπο μας η
εκτροπή. Η τύχη του ελληνισμού και οι ελπίδες για την αναγέννησή του παίζονται
και χάνονται την πρώτη τριετία του Αγώνα. Χάσαμε την αυτοδυναμία μας, και
δεχθήκαμε ασυλλόγιστα την εξάρτηση από την «πολιτισμένη Ευρώπη». Αφηγείται ο
Κολοκοτρώνης: ¨Εις τον πρώτον χρόνον της
Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι... και αν αυτή η
ομόνοια εβαστούσε ακόμη δυο χρόνους ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την
Μακεδονία... Αλλά δεν εβάσταξεν. Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γίνουν μπαρμπέρηδες
εις του κασίδη το κεφάλι»3 .
Αμείλικτα
τα ερωτήματα: Τι προκάλεσε τον αφελληνισμό της πολιτικής και την ξένη επέμβαση
και επιβουλή; Πως καταποντίσθηκαν τα οράματα;
Η
αγνή ελληνική ψυχή έδωσε τη θέση της στην χρησιμοθηρία και τον ωφελιμισμό, με
ό,τι αυτό συνεπάγεται. Δημιουργείται μια νόθα και ψευδεπίγραφη -κατ΄ουσίαν
μεταπρατική- αστική τάξη, που ποτέ μέχρι σήμερα δεν κατόρθωσε «να βρεί τον
εαυτό της». Μια τάξη χωρίς κοινωνική συνείδηση - και για αυτό ακριβώς
παραπαίουσα- με μόνη πολιτική κληρονομιά το κομματικό πλιάτσικο. Η φαυλοκρατία,
η ευνοιοκρατία και η αναξιοκρατία επεβλήθησαν
στην κοινωνία, την οποία και διέφθειραν μέχρις μυελού οστών. Η Προστασία,
βάσει του Μεγάλου Σχεδιασμού, ποδηγέτησε την πνευματική ζωή του τόπου σπέρνοντας
την θύελλα του «γλωσσικού», ενός τεχνητού προβλήματος, με ανομολόγητο στόχο να
διασπάσει και να εξουδετερώσει την διανόηση -πράγμα που εν πολλοίς το πέτυχε.
Όχι,
δεν επιρρίπτουμε τις ευθύνες στην Προστασία. Βρήκε και πάντοτε βρίσκει αχυράνθρωπους
και μαριονέτες, συμπλεγματικά άτομα για «να κάνει τη δουλειά της». Εμείς οι
λίγοι όμως διερωτηθήκαμε ποτέ τι αντιτάξαμε, ώστε να μην μπορέσουν οι ξένοι να
κάνουν τη δουλειά τους; Όσοι εμπνευσμένοι άνθρωποι έζησαν και δημιούργησαν,
θέλοντας να βοηθήσουν αυτό τον τόπο να ανακτήσει την αυθεντική του ταυτότητα,
αυτοί οι γνησιότατοι των ελλήνων,
γεύθηκαν πίκρες και απογοητεύσεις.
Φθόνος,
ως απότοκος μιας κακομοιριάς και μιας μειονεξίας, τυφλός φανατισμός και
εμπάθεια για ό,τι το ελληνικό αποτελούν και καθορίζουν το κυρίαρχο πνευματικό
φόντο της νεότερης Ιστορίας μας.
Μεσολάβησαν
πολλές εκτροπές και ρήξεις, ανεπαισθήτως. Οι αλλοτριωτικοί μηχανισμοί
πειθανάγκασαν τον έλληνα να απαρνηθεί το αυθεντικό του πρόσωπο, την ιδιομορφία
του, ναι, αυτήν που σήμερα όσο ποτέ άλλοτε χλευάζεται από τους ποικιλώνυμους,
ξιπασμένους «εκσυγχρονιστές», οι οποίοι
επιμένουν να θέλγονται από το «μεγαλείο» της εκφυλισμένης πλέον Δύσης και να
απαξιώνουν το γνήσιο ελληνικό ήθος ως αναχρονιστικό.
Έτσι
πορευόμαστε μέχρι σήμερα, σε προϊούσα αλλοτρίωση μέχρι του σημείου να τίθεται
το πικρό ερώτημα «πόσο έλληνες είναι οι σημερινοί Έλληνες;».
΄Εχουν
γραφεί εκατοντάδες –ίσως και χιλιάδες μελέτες, αναλύσεις και εκτιμήσεις για τα
γενεσιουργά αίτια της σημερινής μας πλήρους αλλοτρίωσης. Όμως, η πλειονότητά
τους αντανακλά τον υποκειμενισμό του συγγραφέα, γεγονός που καταλήγει σε μια
αδυναμία ερμηνείας των πραγμάτων. Η σύγχυση ιδεών, η έλλειψη αξιακού και
σταθερού προσανατολισμού ως συνιστώσες των πάσης φύσεως ιδεολογικών ρευμάτων
που έχουν κατακλύσει την «διανόηση» δεν αφήνουν περιθώρια για ουσιαστική
αφύπνιση.
Η
σημερινή οικονομική κρίση, ως κύρια συνιστώσα των αλλοτριωτικών μηχανισμών,
έχει ως στόχο την πλήρη τιθάσσευση και υποταγή μας στους σκοπούς του
Σχεδιασμού. Εν τέλει, στην ολοσχερή εξαθλίωση της κοινωνίας. Αναφερόμενοι στον
Σχεδιασμό, για τον οποίο οι αρχιτέκτονές και εκτελεστές του προσπαθούν να μας πείσουν
ότι είναι αποκύημα της φαντασίας μας και προϊόν μιας συνομωσιολογικής αντίληψης, εννοούμε ότι
όλα όσα συμβαίνουν στην άσκηση της πολιτικής -με την ευρεία έννοια του όρου-
δεν είναι τυχαία ή ακόμη προϊόν εξέλιξης των πραγμάτων. Ζούμε τον θρίαμβο των
αχαλίνωτων και ανεξέλεγκτων «αγορών», ως κορύφωση του οικονομικού δαρβινισμού,
μιας θεωρίας που διαμορφώθηκε στην Αγγλία τον ΙΘ΄αι. και εφαρμόστηκε στις
Η.Π.Α. Η «κοινωνία της αφθονίας» και ο
«πολιτισμός της ευκολίας» διέφθειραν τα κοινωνικά στρώματα. Ας μην αγνοούμε ότι
η συνεχής δημιουργία ψεύτικων αναγκών χειραγωγεί τα άτομα, μεταβάλλοντάς τα σε
αθύρματα, δηλαδή ενεργούμενα των εξουσιαστών.
Το
ελληνικό δράμα ευρίσκεται σε εξέλιξη. Αφ’ ότου δολίως διερράγησαν οι δεσμοί μας
με την Παράδοση, την ελληνική φύση και τις αξίες μας, σήμερα βρισκόμαστε
μετέωροι και ταπεινωμένοι. Για τις αιτίες της κακοδαιμονίας μας, που επιτέλους
τώρα αντιληφθήκαμε, «ο ένας τα ρίχνει
στον άλλο» , κατηγορούνται οι διεφθαρμένοι πολιτικοί, οι αχρείοι συνδικαλιστές,
οι προνομιούχες και ευνοημένες από την εξουσία συντεχνίες, το αδηφάγο
τοκογλυφικό τραπεζικό σύστημα κ.ο.κ. Η ιστορία διδάσκει ότι ο αυταρχισμός και η
αλαζονεία της εξουσίας αποθηριώνει τις κοινωνικές τάξεις και αγελοποιεί τους
πολίτες, αποκόπτοντας τους από τις ζωογόνες λαϊκές ρίζες και διαλύοντας το
συλλογικό, κοινοτικό πνεύμα. Οι αρχομανείς πολιτικοί καλλιεργούν την ψυχολογία
του γηπέδου και ωθούν τους «φιλάθλους-χούλιγκανς» σε αντιπαράθεση στις κερκίδες.
Με αυτή την μέθοδο διασπούν και κατακερματίζουν την κοινωνία με στόχο να
απομονώσουν και να περιθωριοποιήσουν τον πολίτη.
Για να αντιμετωπισθεί η κρίση και να
αναστραφεί η φθίνουσα πορεία επιβάλλεται, πρώτα από όλα, να επανεύρουμε την
χαμένη πνευματικότητά μας, να επανακτήσουμε το πρόσωπό μας. Η ευδαιμονία μάς
οδήγησε στο σημερινό αδιέξοδο. Αντίθετα, η «δυστυχία» οδηγεί σε ανάνηψη από
πλάνες. Αυτό που κατ΄εξοχήν προέχει είναι η συνειδητοποίηση του ερέβους.
Ο
τόπος μας έχει αστείρευτες δυνάμεις –πλην κατακερματισμένες. Ανασύνταξη,
λοιπόν, και επιστράτευση όλων. Πνευματική και ψυχική ανάκαμψη. Αποτίναξη όλων
των διαλυτικών ιδεών που έχουν κατακυριεύσει τις συνειδήσεις. Η Ελλάδα είναι
αυτάρκης σε αγαθά, αρκεί να απαλλαγούμε από τις εξαρτήσεις και δεσμεύσεις που μάς
έχουν επιβάλει.
Ήρθε η ώρα να
πεθάνουμε για να ξαναγεννηθούμε...
Επίλογος
“Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός
μέσα σε μια
πολιτεία που σωπαίνει.”
Ποιητική
συλλογή «Κάτοψη», Γιάννης Ρίτσος.
1. Γιώργος Ιωάννου, Το
δικό μας αίμα, Πεζογραφήματα. Δ΄έκδοση, Εκδόσεις Κέδρος, 1980.
2. Κωστής Μοσκώφ,
Θεσσαλονίκη, τομή της μεταπρατικής πόλης. Τόμος α΄, β΄ έκδοση αναθεωρημένη.
Στοχαστής.
3.
Απομνημονεύματα, Άπαντα Γ. Τερτσέτη,
επιμ. Γ. Βαλέτα, σ. 255.
Αντώνης Χ. Λαμπίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου