Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

Ο Μακρυγιάννης για το κοινό καλό, μέρος Α΄

Η πίστη του Μακρυγιάννη

Από μικρός ο Μακρυγιάννης φαίνεται πως έζησε σε εκκλησιαστικό περιβάλλον. Σε όλες τις σημαντικές στιγμές της ζωής του, επικαλείται τον Θεό και προσεύχεται. Ευρισκόμενος στην Πάτρα και καταζητούμενος, αναγκάζεται να φύγει από το ρωσικό προξενείο, όπου είχε καταφύγει: «Ίσασα τής πιστόλες μου, το γιαταγάνι μου, έκαμα την προσευκή μου»[1]
Όταν αργότερα θα γλυτώσει από κάποια χαμένη μάχη κουτσαίνοντας , και θα βρει τροφή από κάποιον περαστικό, θα αποδώσει και τα δύο γεγονότα στην πρόνοια του Θεού. Μόλις, μάλιστα έμαθε πως σώθηκε και ο Γκούρας: «Τότε δοξάσαμεν τον Θεόν και κάμαμε τα μεγαλύτερα γλέντια και τραγούδια»[2].
Σε άλλη περίπτωση πριν τη μάχη
φέρνει παπά, λειτουργάνε και κοινωνούν όλοι[3].
Ακόμη πιο έντονα φαίνεται η πίστη του από το γεγονός ότι ζητά από τον Θεό να συγχωρέση και όσους έβλαψαν τον Αγώνα[4], στοιχίζοντας τα του Θεού υψηλότερα από τα του Καίσαρος.
Στα 1844 πήγε και προσκύνησε την Μεγαλόχαρη στην Τήνο[5].
Αλλά και αργότερα ο Μακρυγιάννης συνεχίζει την συνεπή λατρευτική και μυστηριακή ζωή του: «Έρχεται ο σεβάσμιος αγαθός δεσπότης Μπουντουνίτζας- έρχεται πάντοτες· με ξεμολογάει εμένα και την οικογένειάν μου»[6].
Αλλά και όταν τον απέκλεισαν στο σπίτι του κατά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, πρώτα στην άνωθεν βοήθεια προσέφυγε και προσευχόμενος έλαβε «φώτισιν και θάρρος»[7].

Στα γραπτά και στην πολιτική πρακτική του Μακρυγιάννη υπάρχει ένα κεντρικό ζητούμενο, που σχετίζεται με την πίστη του:

Η έννοια του δικαίου και του κοινού καλού

Η έννοια αυτή είναι τόσο κεντρική στη σκέψη του Μακρυγιάννη, ώστε την προβάλει ακόμη και στους Τούρκους. Παρουσίαζει έναν ξάδελφο του Αλή πασά να μιλά για τους Έλληνες και να λέει: «Νάχουν αυτείνοι δικαιοσύνη, να πάρη τέλος να ησυχάσουμε και εμείς οι Τούρκοι, ότι πλέον μας έγινε χαράμι από τον Θεόν το βασίλειόν μας, ότι φύγαμε από την δικαιοσύνη του»[8].
Για τον εαυτό του δε γράφει τα εξής:
«Πήγα εγώ εις την Αγία Ειρήνη, ήταν ο λαός συνασμένος, γιομάτα όλα τα σοκάκια. Τους λέγω, «Τι με θέλετε, αδελφοί;» - Να λάβης πολίτες εις το χέρι σου από μας και να σταθείς εδώ εις την εκκλησίαν δια την ασφάλειαν μας». Τους έβαλα κι΄ εγώ μίαν μικρή ομιλίαν, τους είπα πολλά, ότι. «Η αρετή κι΄ ο πατριωτισμός και η φρονιμάδα κάνουν την πατρίδα να υπάρξη και να ευτυχήση. Η κακία και η ΄διοτέλεια χάνουν την πατρίδα, και την χάνουν και ζημιώνονται όσοι μένουν ζωντανοί. Το λοιπόν φωνάζετε εμένα να σταθώ εις την ευταξίαν σας; Αν έχετε αρετή κι ομόνοια, θα ευλογήση ο Θεός τα έργα σας και θα σας φωτίση εις το καλό και θα σας σώση, αυτός οπού σας έσωσε από την τυραγνία των Τούρκων, αυτός οπού σας ανάστησε και κάμετε την τρίτη Σεπτεμβρίου, κι επιστάτησε μόνος του τόσους μήνες και δεν μάτωσε μύτη σε όλο το Κράτος. Παρακαλέστε τον Θεόν και τώρα να κάμη το έλεός του σ΄εμάς τους αμαρτωλούς και να φέρει και τώρα την ευλογίαν του. Εγώ ένα μπαστούνι έχω εις το χέρι μου - αν η αφεντιά σας δεν έχετε αρετή κι΄ομόνοιαν, τι να σας κάμω εγώ;». Μου λένε γενικώς με μίαν φωνή. «Ότι μας ειπής εσύ θ΄ακολουθήσωμεν - Κι εγώ αν σας απατήσω, ας δώσω λόγον εις τον Θεόν. Εγώ δεν γνωρίζω φατρίες και να με θεωρή άλλος φίλο του κι άλλος οχτρό. Γενικώς όλους σας σας θεωρώ αδελφούς, ότι με διορίζετε όλοι και πρέπει να μην είμαι αναντίος κανενού. Και να δίνετε τους ψήφους σας ελεύτερους, όθεν θελήση κάθε ένας. Εμένα (καθώς είχα μιλήσει) μη μου δίνετε».
Οι όροι ιδιοτέλεια και κακία στον λόγο του Μακρυγιάννη χάνουν κάθε ηθικιστικό περιεχόμενο και αποκτούν την αρχέγονη πολιτική σημασία τους, ως φορείς διάσπασης και διάλυσης των κοινωνιών.
Μάλιστα ο στρατηγός τονίζει το αδιέξοδο της ιδιοτέλειας και της κακίας, οι οποίες δεν δύνανται να καταστήσουν εὐτυχή, αυτόν που τις εφαρμόζει. Το συμφέρον του καθενός έγκειται στο συμφέρον του συνόλου, ακόμη και αν δημιουργείται ενίοτε η ψευδαίσθηση πως η αδικία μπορεί να επιφέρει προσωπικό όφελος. Λέει στον Γκούρα: «Τώρα βάνουν εσένα να σκοτώσῃς τον Δυσσέα· αύριον θα βάλουν εμένα, σκοτώνω εσένα. Και να το καρτερής»[9].






[1] Βλ. http://book.culture.gr/Fakeloi/makrygiannis/biografia.htm
[2] Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη, «Ἀπομνημονεύματα», Κείμενο – Εἰσαγωγή – Σημειώσεις: Γιάννη Βλαχογιάννη, Ἀθήνα χχ., τ. Α΄, 104.
[3] Ἀπ., τ. Α΄, 153.
[4] Ἀπ., τ. Α΄, 220.
[5] Ἀπ., τ. Β΄, 330.
[6] Ἀπ., τ. Β΄, 398.
[7] Ἀπ., τ. Β΄, 424.
[8] Ἀπ., τ. Β΄, 434.
[9] Ἀπ., τ. Α΄, 109.

Δεν υπάρχουν σχόλια :