Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013

Ο Μακρυγιάννης για το κοινό καλό, μέρος Β΄

Για να καταστή εφικτή η επιδίωξη του κοινού καλού, απαιτείται μία σειρά από πολιτικές αρετές, όπως αυτή της συγχώρεσης.

Η συγχώρεση

Την θεωρούσε ύψιστη κοινωνική επιταγή, αλλά και ενδόμυχη εσωτερική ανάγκη για τον ίδιο. Εξάρει όσα παραδείγματά της συναντά:

Αφού σημειώνει πως
ο Γώγος Μπακόλας είχε σκοτώσει τον πατέρα του Νότη Μπότσαρη, βάζει τον τελευταίο να λέει στον πρώτο κατά τον κοινό αγώνα: «Ό,τι είχε γίνη τότε και σκότωσες τον άνθρωπό μας, σ’ έβαλε ο τύραγνος. Αυτά τώρα αλησμονήθηκαν και εις το εξής είμαστε φίλοι και αδελφοί. Και να τηράξωμεν το έργον τούτο. Και φιλιώθηκαν»[10].

Αλλά και ο ίδιος, όταν έχει τη δυνατότητα να βλάψει τον εχθρό του, προτιμά να τον συγχωρέσει. Σε κάποιον Παπαδόπουλο, που τον είχε κατατρέξει παλιότερα στην Άρτα, όταν τον συνέλαβε του είπε:

«Ό,τι θέλησες εσύ να κάμης σ εμένα με την βοήθεια των Τούρκων, με γλύτωσε ο Θεός· σ’ έχω τώρα εις το χέρι να σ’ αφανίσω μ’ όλη σου τη φαμελιάν. Δεν σου το κάνω»[11].

Αλλά και αργότερα κατά τον εμφύλιο, που τα πνεύματα ήταν ιδιαίτερα οξυμένα γράφει για τον Νικηταρά:
«Μου παραγγέλνει ο Νικήτας (ότι φύλαγα εις το κεφαλόβρυσον, εις τους Μύλους), μου παραγγέλνει ότι θαρθή και θα με πάγη κυνηγώντας ως την Ρούμελη κι όπου θα με πιάση, θα σκίση τα νεύρα των ποδαριών μου να με κρεμάση ανάποδα. Εγώ του είπα να κοπιάση· κι αν τον πιάσω εγώ, δε θα του κάμω αυτά· θα φάμε και θα πιούμε μαζί, ότ’ είναι αγαθός αγωνιστής και πατριώτης.[…] Τους ριχτήκαμε απάνου τους και τους τζακίσαμε και τους πήγαμε κυνηγώντας ως κοντά εις το Μέρμπακα· κοντέψαμε να φάμε το βράδυ ψωμι με τον αδελφόν μου Νικήτα· από τρίχα γλύτωσε»[12].

Ἐδὼ ἔγκειται τὸ μεγαλεῖο τοῦ Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, σὲ αὐτὴ τὴν ἀδυσώπητη συγχωρητικότητα, ἡ ὁποία εἶναι ἕτοιμη πάντα νὰ προσφέρει ἢ καὶ ἀκόμη νὰ προσφερθεῖ.



Κριτικὴ στοὺς προσκυνημένους


Παρότι ὁ Μακρυγιάννης εἶναι ἰδιαίτερα συγχωρητικός, σὲ αὐτὸν ποὺ τὸν βλάπτει προσωπικά, εἶναι ἀμείλικτος μὲ ὅσους βλάπτουν τὴν πατρίδα. Θεωρεῖ, ὅπως καὶ σύνολη ἡ πολιτικὴ παράδοση τοῦ Ἑλληνισμοῦ μαζί του, πὼς οἱ ἀναλαμβάνοντες τὴν ἐξουσία ἔχουν εὐθύνη καὶ δὲν τοὺς συγχωρεῖται καμία ἀδικία. Δὲν διστάζει νὰ τοὺς ἐπικρίνει ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι ἄνθρωποι μὲ τοὺς ὁποίους διατηρεῖ καλὲς σχέσεις, ὅπως ὁ Κωλέττης, γιὰ τὸν ὁποῖο παραθέτει μαρτυρία τοῦ Τάτση Μαγγίνα, πὼς εἶχε στείλει γράμμα στὸν Κιουταχὴ γιὰ νὰ γυρίσει μὲ τὸ μέρος του. Καὶ συμπληρώνει: «Παιδιὰ τῶν Τούρκων ἔχομεν ὁποῦ μᾶς κυβερνοῦν, καὶ δυστυχία καὶ τῆς πατρίδος καὶ ἐμᾶς. Κι ἄλλοι εἶναι παιδιὰ τῶν Τούρκων, ἄλλοι παιδιὰ ἀλλουνῶν χερότερων ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἡ πατρὶς ἡ δυστυχὴς κυβέρνησιν δὲν εἶδε μὲ τὰ μάτια της, οὔτε θὰ ἰδῇ. Κι ὁ Θεὸς νὰ βγάλῃ ἐμέναν ψεύτη κι ἄδικον κι αὐτοὺς πατριῶτες κι ἀληθινούς»[14].
Κάνει λοιπὸν σαφὴ διάκριση ἀνάμεσα στὴν προσωπικὴ ἀδικία καὶ στὴν ἀδικία πρὸς τὸ σύνολο, τὴν πατρίδα.
Παρατηρεῖ μάλιστα πὼς τὸ φαινόμενο τῆς ἀδικίας εἶναι διαχρονικὸ στὴν ἱστορία τοῦ Ἑλληνισμοῦ. «Ὅτι αὐτὸ εἶναι πατρογονικόν· ὅποιος δουλεύει πατριωτικῶς αὐτὸ τὸ βραβεῖον ἔχει. Καὶ οἱ Ἀθηναῖγοι τοῦ Θεμιστοκλῆ αὐτείνη τὴν ἀνταμοιβὴ τὄκαμαν κι ἀλλουνῶν πολλῶν. Ὄχι ὅμως ὅταν ἦταν ἡ πατρὶς σὲ κίντυνον· ὅταν ἡσύχαζε»[15]. Παράλληλα ὅμως μὲ τὴν ἀσχήμια, τὴν ἀδικία, τὴν προδοσία, παραθέτει τὸν ἡρωισμὸ καὶ τὴ θυσία: «Σ τὴν θέσιν ὁποῦ ἐπέθανες ἐσύ, Λεωνίδα, μὲ τοὺς τρακόσιους σου, πέθαναν κι αὐτεῖνοι διὰ τὴν θρησκεία καὶ πατρίδα (Καὶ ἦταν τυχεροὶ ὁποῦ πέθαναν ἐνδόξως καὶ γλύτωσαν ἀπὸ τὸν πατριωτισμὸν τοῦ Κωλέτη, τοῦ Μαυροκορδάτου, τοῦ Μεταξᾶ κι ἀλλουνῶν τέτοιων πατριώτων)»[16].






[10] Ἀπ., τ. Α΄, 156.
[11] Ἀπ., τ. Α΄, 117.
[12] Ἀπ., τ. Α΄, 125.
[13] Ἀπ., τ. Α΄, 190-1.
[14] Ἀπ., τ. Α΄, 137.
[15] Ἀπ., τ. Α΄, 141.
[16] Ἀπ., τ. Α΄, 147.

Δεν υπάρχουν σχόλια :